“Ο Βλαδίμηρος και το ρολόι της αποκάλυψης
«Θυμάσαι Πλάτων το θεατρικό έργο του Σάμιουελ Μπέκετ, «Περιμένοντας τον Γκοντό;» ρώτησε η Αφροδίτη το νέο διανομέα της καντίνας στη παραλία του παραθαλάσσιου χωριού της Λέσβου, Σίγρι.
Είναι αλήθεια πως ο νέος διανομέας της καντίνας ήταν ο Γάλλος φιλόσοφος Δρ. Γκουκώ, καθηγητής Πανεπιστημίου στη Γαλλία και δεν περίμενε από κείνην μια τέτοια ερώτηση. Αποσβολωμένος από την ομορφιά των πενήντα γήινων χρόνων της θεάς του, απάντησε σαν υπνοβάτης, κοιτάζοντας μονάχα τα τριανταφυλλένια χείλη της.
«Δε θυμάμαι και πολλά Αφροδίτη, πες μου με δυο λόγια την περίληψή του.»
«Σ’ έναν ερημικό τόπο, πίσω από ένα ξερό δέντρο δύο άντρες που μοιάζουν σαν ξεπεσμένοι αριστοκράτες; Ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν ακολουθώντας κάποιες ασαφής οδηγίες που έλαβαν, περιμένουν την άφιξη του Γκοντό. Ξέρεις Πλάτων, αν ζούσε στις μέρες μας ο Μπέκετ θα ξαναέγραφε αυτό το έργο. Ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν σήμερα αντί για τον Γκοντό, θα περίμεναν τη στιγμή που το ρολόι της αποκάλυψης θα σημάνει δώδεκα. Ο Γκοντό μάλλον θα ήταν ο κωδωνοκρούστης του ρολογιού.. Με τους δώδεκα χτύπους του, θα έλυνε το αίνιγμα της αγωνίας και της αναμονής τους. Η ανθρωπότητα θα μεταφερόταν μέσα σε λίγα λεπτά στην εποχή των παγετώνων και κείνοι θα ατένιζαν την καταστροφή τους δίχως να χρειάζεται πλέον να κρεμαστούν από το μοναδικό δέντρο που είχαν στην διάθεσή τους για να καυλώσουν επιτέλους.»
Ο Πλάτων στην λέξη «καυλώσουν» ανατρίχιασε και με σιγανή και ντροπαλή φωνή είπε στην Αφροδίτη.
«Δε θυμάμαι αυτό το σημείο στο έργο του Μπέκετ.»
«Καθώς περίμεναν το Γκοντό, ο Εστραγκόν μην μπορώντας να αντέξει αυτή την αιώνια αναμονή, πρότεινε στον Βλαδίμηρο να κρεμαστούν στο δέντρο και κείνος αναφώνησε πως αν κρεμιόταν θα τους σηκωνότανε κι όλας. Έτσι γράφει ο Μπέκετ. Είναι αλήθεια πως θα το έκαναν, όμως τα κλαδιά του δέντρου δεν τους ενέπνεαν καμιάν εμπιστοσύνη. Όπως καταλαβαίνεις Πλάτων ο Μπέκετ σε αυτό το σημείο μιλάει για τη δίψα ζωής των ανθρώπων που δεν φωλιάζει πλέον στο νου και στην καρδιά τους. Αν βρισκόμαστε τώρα λίγα δευτερόλεπτα πριν από τις δώδεκα όπως μετράει το ρολόι της αποκάλυψης είναι επειδή έχουν χάσει οι άνθρωποι αυτή τη θεϊκή δυνατότητα, αυτό το δώρο των θεών. Την «καύλα», όπως λέμε εμείς οι Έλληνες, την «καύλα» για να ζήσουν. Ξέρω πως στα γαλλικά δεν υπάρχει αντίστοιχη λέξη γιατί είναι γέννημα της ελληνικής φύσης και των Ελλήνων θεών..
Η λέξη «καύλα» ακούστηκε στ’ αυτιά του παράξενα. σαν κωδωνοκρουσία έκτακτου κινδύνου, όπως χτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών σε περίπτωση πυρκαγιάς. Κι αυτός καιγόταν από έρωτα. Έστρεψε το βλέμμα του προς τα ολόμαυρα μάτια της Αφροδίτης και την ρώτησε.
«Δηλαδή αν δεν είχαν αυτό το πρόβλημα όπως είπες, δε θα είχαν ανάγκη να περιμένουν τον Γκοντό;»
Εκείνη χαμογέλασε και του είπε.
«Πιστεύω πως ναι,, δε θα είχαν κανέναν λόγο να σκορπούν τον χρόνο τους σ’ αυτή τη γελοία αναμονή. Αν μπορούσαν να «καυλώσουν» για ζωή, δε θα γινόταν ούτε ο πρώτος, ούτε ο δεύτερος, ούτε κι αυτός εδώ ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος που βρίσκεται μπροστά μας και που οι άνθρωποι φτωχοί και μετέωροι μπροστά στο μέλλον τους, δικαιολογούν τη σκέψη πως ένας πόλεμος είναι αναγκαίος για να θεραπευτούν τα δεινά τους.» Έπειτα έμεινε για λίγο στη σιωπή, κοίταξε τη θάλασσα και συνέχισε. « Όμως να ξέρεις πως κι ένας μόνο άνθρωπος πάνω σε αυτή τη γη μπορεί να σώσει την ανθρωπότητα. Αρκεί να θυμηθεί, να ανακαλύψει αυτό το δώρο των θεών που αποτρέπει στην ανθρωπότητα να πράξει οποιονδήποτε παραλογισμό. Κοινώς δεν είναι απαραίτητο οι άνθρωποι να περιμένουν το θάνατο για να ζήσουν. Έχουν την δυνατότητα να το πράξουν σ’ αυτήν εδώ τη ζωή, την αιώνια ζωή τους. Θα μου επιτρέψεις τώρα να πάω στο χωριό, να πάρω τις παραγγελίες της εβδομάδας γιατί αναπάσα στιγμή ο Βλαδίμηρος μπορεί να ακούσει το ρολόι να σημαίνει δώδεκα;»
Καθώς σηκώθηκε η Αφροδίτη του άγγιξε το χέρι μ’ ένα ανεπαίσθητο χάδι και κατευθύνθηκε προς το αγροτικό της αυτοκίνητο. Στο άγγιγμά αυτό η καρδιά του Πλάτωνα φτερούγισε. Ήταν τυχαίο αυτό το άγγιγμα ή μήπως ήταν ένα προμήνυμα της θεάς; Μήπως τελικά αυτή η θεϊκή γυναίκα, με το θεϊκό χαμόγελο με τη θεϊκή φωνή, με το θεϊκό βάδισμα, αυτή η θεϊκή ύπαρξη ήθελε κάτι να του πει αγγίζοντάς τον; Να ξυπνήσει κάτι μέσα του; Να του εμπνεύσει μια νέα άγνωστη κατανόηση για τη ζωή; Ο Πλάτων έμεινε μόνος με τις σκέψεις του και βούλιαξε το χέρι του στην άμμο κρατώντας μια χούφτα από κείνους τους μυριάδες μικρούς πανάρχαιους κόκκους της, αφήνοντάς τους να πέφτουν αργά – αργά πίσω όπως η κλεψύδρα μετράει ανελέητα τον χρόνο;
«Μήπως» σκέφτηκε, «μήπως η καταστροφή της ανθρωπότητας που τώρα πλησιάζει δευτερόλεπτο με δευτερόλεπτο να οφείλεται σε κείνον; Μήπως η ξαφνική στυτική του δυσλειτουργία που προέκυψε στη Γαλλία, να έχει επίδραση όχι μόνο σ’ εκείνον αλλά σε όλους τους ανθρώπους Μήπως εκείνος ελκύει την απροσμέτρητη βλακεία τους; Μήπως αυτός είναι τελικά ο φταίχτης όλων των παραλογισμών που οδηγούν το ανθρώπινο γένος στον τελικό αφανισμό του;; Και πως θα μπορούσε να είναι αλλιώς αφού ακόμα και ο Μπέκετ σαν προφήτης το προέβλεψε δεκάδες χρόνια πίσω. Μα τους θεούς πως μπορεί να είναι τυχαία αυτά τα ονόματα; Ο ένας λέγεται Βλαδίμηρος κι ο άλλος Εστραγκόν. Κι όπως όλοι γνωρίζουν το Γαλλικό εστραγκόν είναι το καλύτερο για μαγειρική χρήση, το πιο εκλεπτυσμένο φυτό για τη γαλλική κουζίνα. Ω θεοί όλα σιγά – σιγά έρχονται και αποκτούν ένα ανατριχιαστικό νόημα. Οι άνθρωποι ετοιμάζουν ξέχωρα, το τελευταίο τους δείπνο και τίποτε δε φαίνεται να τους αποτρέπει από το να αλληλοεξοντωθούν.
Όμως αν εκείνος, ο Γάλλος φιλόσοφος Πλάτων Γκουκώ, είναι ο υπαίτιος όλων των δεινών που έρχονται, μήπως θα μπορούσε τελικά να αποτρέψει την αλληλοεξόντωσή αν κατάφερνε επιτέλους να θεραπεύσει το πρόβλημά του; Αν μπορούσε να νιώσει την «καύλα» της ζωής να πλημμυρίζει κάθε κύτταρό του και να οδηγήσει τις ορδές των ανθρώπων σε μια ιστορική συμφιλίωση; Μήπως τελικά οι θεοί τον οδήγησαν στον τόπο τους διαμέσου του αγγελιοφόρου τους Αλμπέρ Καμύ, για να ανακαλύψει τον τρόπο της θεραπείας του και να μεταφέρει το μήνυμα της «καύλας», το μυστικό των θεών, στην ανθρωπότητα;
Ανατρίχιασε όταν θυμήθηκε ένα απόσπασμα από την ομιλία του Καμύ στο Νόμπελ, που έλεγε πως οι άνθρωποι: «οφείλουν σήμερα ν’ αναθρέψουν τα παιδιά τους και να δημιουργήσουν το έργο τους σ’ έναν κόσμο που απειλείται με πυρηνική καταστροφή». Μα το Δία έπρεπε να βιαστεί, όλα έρχονται και ενώνονται σε μια εκρηκτική συνταγή. Ο Καμύ ζει μαζί με τους θεούς εδώ στο Σίγρι, ένας θνητός που έγινε ημίθεος με την αρετή του εν ζωή και τώρα μαζί με τους θεούς κι έχουν όλοι τους επενδύσει τις τελευταίες τους ελπίδες σ’ εκείνον. Κι όλα αυτά συμβαίνουν υπό την δαμόκλειος σπάθη του ρολογιού της αποκάλυψης. Πρέπει να προλάβει, πρέπει να τα καταφέρει, προτού τα πράγματα γίνουν πλέον μη αναστρέψιμα. Πρέπει, το οφείλει στους θεούς, στον Αλμπέρ και στους θνητούς.»
Η ξαφνική φωνή του συνάδελφου Τέλη στην καντίνα, διέκοψε τον καταιγισμό του εσωτερικού του μονολόγου καθώς του φώναξε με δυνατή φωνή από το εσωτερικό της καντίνας.
«Πλάτων φέρε σε παρακαλώ από το κιβώτιο το ξύδι Εστραγκόν, το θέλω για τις σαλάτες.»”
(Απόσπασμα από το βιβλίο)
![](https://stratispanourios.gr/wp-content/uploads/2024/05/449434227_18433918891011376_8304006992681163180_n-240x300.jpg)