Ποιητής γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Ιδού η απορία, τι να είναι αλήθεια ποιο σωστό, να υπομένεις
μια ζωή δίχως στίχους ή να στέκεις μπρος σε μια άδεια
σελίδα και να τη γιομίζεις με το απόσταγμα της ζωής σου;
Στην περίπτωση του φίλτατου φίλου Μιχαήλ Παπαδόπουλου Έχω την αίσθηση πως όλα τα παραπάνω ερωτήματα «εκμηδονίζονται». Ο Μιχαήλ είναι η πηγή της ποίησης και όχι μόνο, ως ένα ηφαίστειο γεννά συνεχώς νέες λέξεις, η λάβα τους συμπαρασύρει το νου μας σε νέους χείμαρρους κατανόησης. Ως ένας πυρφόρος θεός αφηγείται ιστορίες πανάρχαιες, φτάνοντας στα τρίσβαθα της ελληνικής γλώσσας. Μας μιλά για την εκπαίδευση, την ψυχιατρική, την ομορφιά της ζωής. Δεν έχεις παρά να ανοιχτείς σε μια σελίδα του και με μιας όλα τα ερωτήματά σου θα απαντηθούν.
Η θεματική των ερωτημάτων δε θα μπορούσαν παρά να αγκαλιάσουν την Οδύσσεια του Ομήρου. Απολαύστε τις απαντήσεις του.
Είναι η ζωή μια Οδύσσεια Μιχαήλ;
Η ζωή μας δεν θα μπορούσε να μην είναι μια Οδύσσεια αφού τα υλικά που φτιάχνουν τον άνθρωπο δεν αποτελούνται μόνο από τον homosapiens αλλά, όπως με έμφαση τονίζει ο Γάλλος φιλόσοφος Έντγκαρ Μορέν, και από τον homodemens, δηλαδή, εμπεριέχει εκτός από τη λογική, σπασμωδικά και ακραία συναισθήματα. Υπάρχει μια μόνιμη παρουσία της Ύβρεως, της υπέρβασης του «μέτρου των Ελλήνων», με απρόσμενες θυσίες. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να καταστείλουν μέσα τους ό,τι φονικό και μοχθηρό υπάρχει στον homodemens.
Το νεογέννητο του ανθρώπου, βγαίνοντας από το αμνιακό υγρό, αντιμετωπίζει τις φουρτούνες της καινούριας «εμβρυακής» θάλασσας και παλεύει για να επιβιώσει μέσα σε συνθήκες αιδοιοφάνειας και σκότους. Ο έρως και ο θάνατος είναι οι μόνιμες συνθήκες, η Οδύσσεια, που καλείται να αντιμετωπίσει ο καθένας με τον τρόπο και τον κόπο του. Σε αυτή τη διαρκή προσπάθεια έχει να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις του ασυνείδητου που απωθήθηκαν λόγω της μη κοινωνικής αποδοχής τους.
Δέν είναι τυχαίο πως η μανία και άλλα συναφή εκπορεύονται από το ρήμα μανθάνω, από τον homodemens και το Φροϋδικό ασυνείδητο παράγονται ελτός από την «τρέλλα» και μούσες. Όλες οι καλλιτεχνικές δραστηριότητες φέρουν το στίγμα του homodemens.
ΤΑ ΟΡΝΕΑ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ
Τα όρνεα της λογικής
Ενέσκυψαν
Κατά της βραδυνές ώρες
Στο νεκροταφείο
Των ποιητών
Κι επιτέθηκαν
Με μανία
Στα πτώματα των λέξεων
Ξεσκίζοντας τις σάρκες τους
Και αποκαθιστώντας
Την τάξη του νοήματος
Και τους κανόνες
Του Συντακτικού
Και της Γραμματικής
ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΜΑΝΤΕΙΟΥ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ
Απόψε θα πάω στο νεκροταφείο
Θα μαζέψω προσεκτικά
Τα όνειρα των νεκρών
Και θα τα καταθέσω
Στο χρηματιστήριο
Του Μαντείου των Δελφών
Επιτέλους να μου πούνε
Αν υπάρχει Θεός.
ΝΕΦΕΛΗ
Η νεαρά κοσμόπολις και οι λεγεώνες της
Μετατοπίζουν την πληθυντική μας παρουσία
Και ταυτοχρόνως καταφθάνουν οι παρόμοιοι
Με δημογέροντες κιθαρωδοί και τα κορίτσια των
Σέ τόπον συγκεντρώσεως νεανίδων
Με εξαίσιες χώρες ηβικές και στήθη
Και ιδού πού τώρα ενώπιον όλων
Τις ρώγες όλων πιπιλίζουν
Οι ερασταί του πλήρους έρωτος
Οι ερασταί που καταφθάνουν
Υψιτενείς μεμουσωμένοι
Από τα βάθη του ιμέρου των
Και από τα δάση της ιεράς μανίας.
(Α. Εμπειρίκος, Η Σήμερον ως Αύριον και ως Χθες, εκδ. ΑΓΡΑ, 1984)
Τι σημαίνει η λέξη «νόστος»;
Σημαίνει κόστος ψυχικό. Σημαίνει γυρίζω πίσω στις χαμένες μου πατρίδες ή μητρυΐδες μέσα από επώδυνες, συνειδητές και ασυνείδητες ψυχικές διαδικασίες. Δεν είναι τυχαίο, εξ άλλου, το πώς η τελευταία μου ποιητική συλλογή ονομάζεται «Τα Πένθη μου, τα «Έθνη μου” (εκδ. Μανδαγόρας, 2022). Ιδού ένα δείγμα από ποιήματα:
ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ ΣΤΗΝ ΑΝΩΓΥΡΑ
Ηλιοβασίλεμα στην Ανώγυρα
Όπως παλιά
Οι μνήμες πήραν το κόκκινο
Από το ηλιοβασίλεμα
Κι’ έκαψαν όσες λέξεις
Μου απόμειναν
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΟΣ
Καθώς βάδιζα κατά μήκος
Της θλίψης μου
Σκόνταψα στο νεκρό πατέρα μου
Τότε κατάλαβα πόση ουσία
Έκρυβε η απουσία του
Σε μια άλλη ποιητική συλλογή «Σωματοποίηση» (εκδ. νήσος, 2012)
ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΑΞΙΔΙΟΥ
Επιθυμία ταξιδιού
Στην ηβικήν σου χώραν χιλιάδες πουλιά
Κι εγώ τα ταΐζω με λέξεις
Αναγνώσκοντας με κατάνυξη
Από το ιερόν εν κόλπιόν μου
Τα ιερογλυφικά που κοσμούν το άγιο σώμα σου
Όταν φτάσω στους μαστούς σου
Θα καταθέσω την ψυχή μου
Και θα αποχωρήσω ταπεινός προσκυνητής
ΕΞΟΔΙΟΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ 1
Ο ποιητής
Παρακολουθώντας
Την εξόδιον ακολουθίαν
Του έρωτός του
Αναφώνησε σφαδάζοντας
«Γιατί άραγε πάντα
Να σκοτώνουν τα πουλιά;»
ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
Απόψε τα χέρια σου
Πίνουν το αίμα του φεγγαριού
Αιμοβόρα χέρια
Κατακόκκινα
Αφού έσπασαν όλα τα αγάλματα
Και τα γλυπτά
Αφόδευσαν τέρατα
ΣΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ
Μετά την ετυμηγορία
Της οριστικής καταδίκης
Του έρωτος
Ο ποιητής στραγγάλισε
Τα ποιήματά του
Μαχαίρωσε τα όνειρά του
Και πορεύθηκε προς το νεκροταφείον
Για να θάψει τις λέξεις του
ΧΑΜΕΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ
Το σώμα σου Μικρά Ασία
Της μνήμης
Της λύπης
Της Οδύνης
Της παρελθούσης ηδονής
Μικρή χαμένη μου πατρίδα
ΤΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΩΝ
αν βρουν έναν άνθρωπο
νεκρό έξω από την πόρτα σου
εσύ θα ξέρεις
πως πέθανε σφαγμένος απ’ τα
μαχαίρια των φιλιών
που ονειρεύτηκε για σένα
(ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ)
Ποια είναι η σπηλιά του Κύκλωπα σήμερα;
Η σπηλιά ήταν και είναι όλο και περισσότερο, λόγω του συμβολισμού της, ένα μυθικό αιδοίον όπου λαμβάνουν χώραν μάχες του έρωτα με τον θάνατο. Η φύση της ηδονής συναντά την κορύφωση της οδύνης. Ο οργασμός σημαίνει ανδρόγυνον, η θανατηφόρος ένωση. Για την Διοτίμα ο έρωτας ήταν δαίμονας (μεταξύ θείου και ανθρώπινου). Ταυτόχρονα η Διοτίμα έκανε λόγο για την διπλή φύση του έρωτα αναφέροντας το πάθος, την ζήλεια και τα παράγωγά τους.
Εδώ πρέπει να τονίσουμε δεν είναι μια μεγάλη συναισθηματική κατάσταση. Η σεξουαλικότητα είχε θρησκευτική λειτουργία κι ένα σημαντικό μέρος της λατρείας της. Η παράσταση της σεξουαλικής πράξης και οι τελετές περιλάμβαναν επίδειξη σεξουαλικών οργάνων καθώς και την χρήση αισχρολογιών οι οποίες πίστευαν ότι βοηθούν την γονιμότητα της γυναίκας.
Δεν υπάρχει ντροπή στην Αρχαία Ελλάδα γιατί οι Έλληνες πίστευαν στην Χαρά.
Ένα πολύ αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι το εις την Κυπριακή διάλεκτο ποίημα του Βασίλη Μιχαηλίδη:
ΤΟ ΠΑΛΙΩΜΑΝ ΤΟΥ ΒΙΛΛΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΥΤΤΟΝ (1916)
Ο βίλλοςεσηκώθηκενμιαννύχταν θυμωμένος,
βαρβάτος, ολοκότσιινος, κκεφάτος, καβλωμένος
τσιάννοιξεν το ρουθούνιν του πὄσιει στην τσιεφαλήν του
τσι έναν κομμάτινσίερονέκαμεν το κορμίν του.
Τσιαιμιανμανιέρανέπκιασεντσιαι στο πουττίν γυρίζει
τσιαιτέθκοια λόγια του λαλεί, τέθκοια το φοβερίζει:
«Πουττίνσσιιστόν, πουττίνπελλόν, εννά σε κουπανήσω
τσιολόισιια στην τρύπαν σου σαν ταύρος θα ορμήσω.
Τσι αν έν’ τσι η τρύπα σου στενή, εγιώ θα την ισσιίσω,
θα σ’ αναγείρω πκιονβαθκιά, στον πάτον σου θα φτάσω
τσιεννά γαμώ τσιεννά γαμώ τσιέθθεν για να χορτάσω.
Εννά σε κάμω, ρε πουττίν, συγγνώμην να ζητήσεις,
τ’ αρτσιίδκια μου τα κρεμμαστά να σσιύψεις να φιλήσεις
τσιαιμιαντσιαιδκυοτσιαι τρεις φορές μιτά μου εννά χύσεις.
Όμως, πούττε, λαλώ σου το, έθθεν να σύρω πίσω,
αν δεν σε κάμω λάχανοντσιέθθεν να παραιτήσω,
ωσότου να μου πεις ‘αμάν’, ωσότου σε νικήσω»
Στον βίλλον που συνέχισεντσιείν’ τα καμώματά του,
ο πούττοςένεβάσταξεντσιαιτέθκοια απαντά του:
«Ρε βίλλεανοστόπλαστε, πὄσιεις έναν αμμάτιν,
εγίνης μου αήττητος, μεγάλονπκιονκακκάτιν.
Μα τούτα ούλλα που λαλείς εγιώέν τα στιμιάζω
τσι ούτε πως είσαι σγοιαν λαλείς εγιώ σε λοαρκάζω.
Τσιαι αν λαλείς πως με νικάς, έν’ κουτουρού λοούδκια,
η αλουπού στον ύπνον της θωρεί πετειναρούδκια…
Εγιώτωρά σε προκαλώ το έργον σου ν’ αρχίσεις,
να δούμεν αν, όπως λαλείς, βίλλε, θα με νικήσεις».
Ο βίλλοςεσηκώθηκεντσιάρτσιεψεν τον αγώνα,
πάνω στον πούττονστάθηκενσγοιαν να ’τουν μια κολόνα.
Τσιείν’ η κκελλέεγίνηκενκότσιινηπομιλόρι,
φτάννει στην τρύπαν του πουττιούτσιαιμπαίννει με το ζόρι.
Τραβά βαθκιάούλλοςχαράν, στον πάτον του πεζεύκει,
τσιαι που του άρεσεν πολλά άρτσιεψεν να χορεύκει.
Δώσ’ του χορόντσιαιάππηον, σαν να ’τουν μεθυσμένος,
τον πούττονενεκάτσιιασεν, ο τρισκαταραμένος!
Ο πούττοςεσιώπησεν -μέσιιόνιν, μέ χαλάζι!-
του βίλλου τες παλληκαρκές θωρεί τσιαι κάμνει χάζι.
Ο βίλλος άμα έκαμεντσιείν’ τα καμώματά του,
μέσα στον πούττονάρτσιεψεντσιαι τα ξεράματά του.
’Πού τα πολλά τα ξερατά εγίνηνγλωμιασμένος
τσιαπού ’τουνσγοιαν το σίερον, βαρβάτος, καβλωμένος,
ήρτεντσιεγίνην μια μπουτσιιά, χλωμός τσιαιμαραμμένος…
Από τον πούττονέβκηκεντσιεστάθην ντροπιασμένος,
μες στο πετσίν του κρύφτηκεν, σαν γέρος ‘ποσταμένος.
Ο πούττοςτσιείνην την στιγμήν γελά τσιαιχαχχανίζει,
του βίλλουτέθκοια του λαλεί, τέθκοια του μουρμουρίζει:
«Έλα, ρε βίλλε, καρτερώ! Ξανάμπα στο τρυπίν μου,
χόρεψε, σούστου όσο μπορείς, ν’ αναπαυτεί η ψυσιή σου.
Είντα ’ν’ που έπαθες τωράτσι είσαι σαν σκοτωμένος;
Είδες είντα ’ν’ που σου ’λεα πως θα ’φκεις νικημένος;
Εγιώ, ρε βίλλε, σατανά, μονόμματε, σακκάτη,
φτάννει να θέλω ’πού καρκιάς, να βάλω το γινάτι,
τσιαι δέκα βίλλους σαν εσέν’ μπορώ να τους νικήσω,
τον έναν πίσω τ’ αλλουνού, τσιέθθα το χαπαρίσω!».
Ο βίλλος ’πού την αντροπήνέμεινενμουρρωμένος,
σγοιαν το παιξούμενονπουλλίν ήταν ο καημένος.
Τσιείν’ το πολλύνφουμίσιν του καπνός τσιεδιαλύθην
τσιαιέκαμενπαραδοχήν ότι πως ενικήθην.
Οι πρωτινοί λαλούσασιν ο πούττος πως έν’ κάστρον,
πιάννει τον βίλλον ’πού το ’φτίντσιαι παίρνει τον στον μάστρον.
Όταν γεράσει ο άδρωπος, ο βίλλοςπεθανίσκει,
ο πούττος όπως ήταν πριν τσιαι στα στερνά μεινίσκει.
Η ιστορία ετέλειωσεν, το νόημανέν’ τούτον:
Προσέχετε τον βίλλον σας, κοπέλια, ’πού τον πούττον.
Δέκα φορές απανωτά τον πούττον να γαμήσεις,
ποττέμέν βάλεις κατά νουν πως έννα τον γιρτίσεις,
την θάλασσαν με μιανποτσούν μπορείς να ξηντηλήσεις;
Ανηφορίζοντας στα παλάτια μάτια σου
Εκσπερμάτωσα τις λέξεις μου
Συγγράφοντας την δια τριβή
Του βλέμματός σου
Ανάμεσα στα σκέλη σου
Αρχαίοι θησαυροί
Κι εγώ σπουδάζω αρχαιολόγος
Ανοίγω τα σκέλη της λέξης
Και πετάγονται χίλια αιδοία-πουλιά
ΔΕΛΕΑΡ
Όταν χτυπούν τα κύματα τα φιλιστρίνια.
Του βαποριού που ταξιδεύει στις Ινδίες
Μένει σιωπηλή στη κουπαστή του
Κοιτάζοντας τα κύματα μια νέα
Ενώ θωπεύει τους μαστούς της ο μνηστήρ
Μελλοντικός εξηγητής της γλώσσας των νουφάρων
Στους μυστικούς διάδρομους της Σιγκαπούρης
Παρά τα δοκάνια των ντόπιων και τους θρύλους
Νυκτερινών πουλιών και πρωινών εφημερίδων.
(Α. Εμπειρίκος, Ενδοχώρα)
ΘΡΥΛΙΚΟΝ ΑΝΑΚΛΙΝΤΡΟΝ
O ειρμός του ποταμού διεκόπη. H συνοχή όμως του
τοπείουείταν τόση που και ο ποταμός κυλούσε.
Mέσα από τα φύλλα των αγρών προς το γεφύρι που
χτυπούσε ο ήλιος τα σπαρτά τα λευκά στήθη τα
λουλούδια μέσα στα διάφανα πουκάμισα που
ακουμπούσαν στα χαράματα τα κορίτσια σκύβαν
γυμνά ή σχεδόν γυμνά να συνθλίψουν και να
χαϊδέψουν γενικά τα σώματά τους και τα σώματα
των ανθών. O περιφερειακός δρόμος του έγινε
δρόμος ολοκλήρου πόλεως και το ποτάμι που την
χωρίζει σε έξη μέρη αγκαλιάζει την ώρα που
συνελήφθη το τοπείο στα δάχτυλα του πεπρωμένου.
(Α. Εμπειρίκος, Υψικάμινος)
Οι λέξεις μου πήραν φωτιά
Στο θέαμα του οργασμού σου
Εγώ για να σωθώ μπήκα στο ψυγείο της μοναξιάς
Κι ως συνοικιακός κρεοπώλης
Τεμάχιζα την απουσία σου
Το μόνο που μου απόμεινε
Η μυρωδιά σου πολύτιμο φυλακτό
ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΡΦΥΡΑΣ
Καμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο
Στα κάγκελα του κήπου ανοίγουν τα φτερά τους τα πουλιά
H γειτνίασης του ποταμού τα προσελκύει
Το πάθος του γυπαετού για το άσπρο περιστέρι
Είναι αποκορύφωμα βουνού με χιονισμένη κορυφή
Όταν λειώνουν οι πάγοι τραγουδάμε στις κοιλάδες
Τα νερά μας μεθούν
Οι κόρες των ματιών μας πλένουν τους θησαυρούς των
Άλλες ξανθές και άλλες μελαχρινές
Έχουν στην όψη τους την ανταύγεια των ελπίδων μας
Έχουν στο στήθος τους το γάλα της ζωής μας
K’ εμείς στεκόμαστε τριγύρω τους
Παντοτινά κελεύσματα μας περιβάλλουν
Οι θρόμβοι των βουνών πάλλονται και διαλύονται
Τα χιόνια τους είναι τραγούδια της ελεύσεως των νέων χρόνων
Τα χρόνια αυτά είναι η ζωή μας
Mέσ’ στις κουφάλες τους αναπαύονται το μεσημέρι τα πουλιά
Καμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο της διευρύνσεως
Καμιά φορά γινόμαστε κλεψύδρες
K’ οι σπόγγοι σφαδάζουν για την κάθε μας σταγόνα.
(Α. Εμπειρίκος, Ενδοχώρα)
Πόσο ζύγιζε ο Ασκός του Αιόλου;
Ο αέρας δεν ζυγίζει, ο ελληνικός μύθος όμως ήθελε να ανάγει τον ασκό και να κατευθύνει τους αέρηδες στην κατεύθυνση που ήθελε. Όμως παρόλο που ο Αίολος συνέστησε στον Οδυσσέα να μην ανοίξει κανείς τον ασκό του, με τους ανέμους μερικοί από τους συντρόφους του από περιέργεια άνοιξαν τον ασκό και οι αέρηδες διασκορπίστηκαν και πήραν το πλοιάριο προς άλλες κατευθύνσεις, πράγμα που το ανάγκασε να απομακρυνθεί από τον τελικό του προορισμό. Το πλοιάριο κατευθύνθηκε προς τον μύθο της παγκοσμιοποίησης που έπλασαν οι καινούριοι θεοί: τα χρηματιστήρια, οι τράπεζες, οι μεγάλες βιομηχανίες, τα ΜΜΕ και η εξουσία του διαδικτύου. Οι καινούριοι θεοί κατέστρεψαν οποιανδήποτε ομαδική, συνεργατική, κοινωνική, κοινοτική δομή. Αντ’ αυτού προάγουν και προωθούν ένα μοντέλο ανάπτυξης βασισμένο πάνω στον ατομοκεντρισμό και το κυνήγι του κέρδους.
Της λέπρας πρώτο σύμπτωμα το χρήμα.
Σωρεύει ο φιλάργυρος ανυπαρξία και χαίρεται.
(Οδυσσέας Ελύτης)
Ποιο ήτανε το τραγούδι των Σειρήνων;
ΠΟΙΗΣΗ
Ποίηση είναι
Το ηδονικό παιγνίδι των λέξεων
Που συνευρίσκονται στις ακρογιαλιές του ονείρου_Ομήρου.
Ποίηση είναι
Η αντίσταση του Λόγου
Στην τάξη της Λογικής
Το πήδημα του Αλόγου
Η εκσφενδόνιση του σπέρματος
Στο σώμα του φεγγαριού
Ποίηση είναι
Η έκρηξη μολότοφ
Στα μούτρα του Ορθολογισμού
Ποίηση είναι
Η εμπειρίκειος στύση των λέξεων
Η συνουσία των Κυκλάδων
Στο κρεβάτι του Ελύτη
Ποίηση είναι
Η νικηφόρος ρομφαία της Επιθυμίας.
Παίζουμε στο σήριαλ που γράφουν οι Θεοί;
Θετική η απάντηση μας θα παρέπεμπε στην ιδεολογία του πεπρωμένου-πετρωμένου και δεν αφήνει στον άνθρωπο κανένα περιθώριο ελεύθερης βούλησης. Ενώ μας έκανε καλά γνωστό ο Μαρξισμός και η λοιπή κοινωνιολογία πως ο άνθρωπος γίνεται μέσα από τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις με το κοινωνικό περιβάλλον από την ώρα που θα γεννηθεί μέχρι και την ώρα που θα πεθάνει. Ξέρουμε επίσης από τον καιρό του Ηράκλειτου του Εφέσιου:
«Τα πάντα ρει δις τον αυτόν ποταμόν ουκ εκ εμβαίης, αεί γίγνεσθαι και μεταβάλλεσθαι και μηδέποτε στο αυτό μένειν», «κανείς δεν μπορεί να μπεί στο ίδιο ποτάμι δύο φορές»(Ηράκλειτος ο Εφέσιος 544-484 π.χ)
Την ίδια θέση επιβεβαιώνει και η σύγχρονη νευροβιολογία: «δεν χρησιμοποιούμε ποτέ δύο φορές τον ίδιο εγκέφαλο»(Ρόμπερτ Τέρνερ)
Επομένως ο εγκέφαλος κινείται!!
Σε ευχαριστώ φίλτατε φίλε μου Μιχαήλ.